- ὑπεξέφερεν
- ὑπεκφέρωcarry out a littleimperf ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπεκφέρω — Α 1. μεταφέρω λίγο προς τα έξω 2. απομακρύνω κρυφά κάποιον ή κάτι, ώστε να είναι εκτός κινδύνου («φίλον υἱὸν ὑπεξέφερεν πολέμοιο», Ομ. Ιλ.) 3. (γενικά) αποσύρω, απομακρύνω 4. υπομένω 5. περιορίζω ανεπαίσθητα 6. (αμτβ.) προηγούμαι, προπορεύομαι… … Dictionary of Greek